- ανατρέψιμος
- -η, -οεκείνος που είναι δυνατόν να ανατραπεί, να ανασκευαστεί, να αναιρεθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατρέπω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανατρέπω — (AM ἀνατρέπω) 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω 3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματα νεοελλ. ματαιώνω, ακυρώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. εξεγείρω,… … Dictionary of Greek